- ἐναπομείναντα
- ἐν , ἀπό-μένωstayaor part act neut nom/voc/acc plἐν , ἀπό-μένωstayaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
Κόνγουεϊ — I (Conway). Ποταμός (108 χλμ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη βόρεια Ουαλία, που οροθετεί τα σύνορα μεταξύ των κομητειών Καρνάρβονσερ και Ντένπισερ. Εκβάλλει στον κόλπο Μπομάρις. II (Conway). Πόλη (109.597 κάτ. το 2001) της Ουαλίας στην κομητεία… … Dictionary of Greek
Κρικ — (Creek). Φυλή αυτοχθόνων της Αμερικής, της γλωσσικής οικογένειας μάσκογκι, που είχε αναπτύξει μία από τις πιο εξελιγμένες γεωργικές κοινωνίες της Βόρειας Αμερικής κατά τη διάρκεια του 18ου αι. Ήταν κυρίαρχη ομάδα σε μια ομοσπονδία που αριθμούσε… … Dictionary of Greek
Λα Πας — (La Ρaz). Πόλη (793.000 κάτ. το 2002) της δυτικής Βολιβίας, διοικητική πρωτεύουσα του κράτους, καθώς επίσης και πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (133.985 τ. χλμ., 2.406.377 κάτ. το 2000). Βρίσκεται σε ύψος 3.625 μ., στους πρόποδες… … Dictionary of Greek
Λαγανάς — I Κόλπος στο νότιο τμήμα της Ζακύνθου, μήκους 10 χλμ. και πλάτους κατά μέσο όρο 200 μ., που ορίζει το μεγαλύτερο τμήμα της νότιας ακτογραμμής του νησιού. Στον κόλπο του Λ. βρίσκονται τα νησιά Μαραθονήσι και Πελούζο, ενώ στον δυτικό μυχό του… … Dictionary of Greek
Μπουλαουάγιο — (Bulawayo). Πόλη (925.000 κάτ. το 2002) της Ζιμπάμπουε. Ιδρύθηκε το 1893 και το όνομά της σημαίνει στην τοπική διάλεκτο Τόπος της σφαγής, όνομα που οφείλεται στις πολυάριθμες και αιματηρές μάχες που όπως φαίνεται είχαν γίνει στην περιοχή. Από… … Dictionary of Greek
Ντορς — (Τhe Doors). Αμερικάνικο συγκρότημα της ροκ μουσικής που σχηματίστηκε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια τη δεκαετία του 1960. Απαρτιζόταν από τους Τζιμ Μόρισον (στίχοι, φωνητικά), Ρέι Μάνζαρεκ (πλήκτρα), Ρόμπι Κρίγκερ (κιθάρα) και Τζον Ντένσμορ… … Dictionary of Greek